κατακλᾴζω
Look at other dictionaries:
κατακλάζω — κατακλᾴζω και δωρ. τ. κατακληΐζω (Α) κατακλείω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλάζω, μεταπλασμένος τ. τού κλῄζω (ΙΙ), μτγν. τ. τού κλείω] … Dictionary of Greek
κατακλάζω — κατακλᾴζω και δωρ. τ. κατακληΐζω (Α) κατακλείω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλάζω, μεταπλασμένος τ. τού κλῄζω (ΙΙ), μτγν. τ. τού κλείω] … Dictionary of Greek